Η σχολική χρονιά έχει τελειώσει. Όλα τα παιδιά ήταν έξω στη γειτονιά κι έπαιζαν. Γελούσαν, έτρεχαν και μοιραζόντουσαν αστείες ιστορίες. Αλλά ένα παιδί, ο Χρήστος, δεν έπαιζε.
Η σχολική χρονιά έχει τελειώσει. Όλα τα παιδιά ήταν έξω στη γειτονιά κι έπαιζαν. Γελούσαν, έτρεχαν και μοιραζόντουσαν αστείες ιστορίες. Αλλά ένα παιδί, ο Χρήστος, δεν έπαιζε.
Ο Χρήστος προέρχεται από μια οικογένεια που δεν έχουν πολλά λεφτά. Τα ρούχα του είναι μεγάλα και παλιά. Δεν έχει πολλά παιχνίδια ή διασκεδαστικά ταξίδια μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά. Ο Χρήστος είναι ντροπαλός και μένει στην άκρη κοιτώντας τα υπόλοιπα παιδιά.
Μία μέρα, μία μαμά παρατήρησε ότι ο Χρήστος καθόταν μόνος του. Η μαμά είπε στα υπόλοιπα παιδιά "Γιατί δε ζητάτε από τον Χρήστο να παίξει μαζί σας;" Το πρόσωπο του Χρήστου έγινε κόκκινο. Όλοι τον κοιτούσαν.
Ο Λάζαρος, ένα από τα παιδιά, ζήτησε από τον Χρήστο να παίξει μαζί τους. Ο Χρήστος περπάτησε αλλά διαπίστωσε ότι μερικά παιδιά τον κοιτούσαν. Μερικοί γέλασαν με τα ρούχα του. Στη συνέχεια κάποιος είπε "Ας παίξουμε ένα παιχνίδι με τα κινητά μας!" Όλοι έβγαλαν τα κινητά τους, αλλά ο Χρήστος δεν είχε.
"Που είναι το κινητό σου;" - τον ρώτησαν.
Ο Χρήστος κοίταξε κάτω και είπε, "Δεν έχω". Τα παιδιά γέλασαν και ψιθύριζαν. Ο Λάζαρος ένιωσε άσχημα και μοιράστηκε το κινητό του με τον Χρήστο. Ο Χρήστος ένιωσε λίγο καλύτερα και ξεκίνησε να παίζει.
Αργότερα, τα παιδιά αποφάσισαν να πάρουν παγωτό. Ο Χρήστος πήγε μαζί τους στο μαγαζί. Όταν ήταν η σειρά του να παραγγείλει, έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του. Δεν είχε λεφτά. Τα παιδιά γέλασαν και ψιθύριζαν "Χωρίς λεφτά, χωρίς λεφτά!"
Ο Χρήστος ένιωσε ότι τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα. Έτρεξε μακριά, κλαίγοντας.