Η Λιλή ήταν ενθουσιασμένη για την καινούρια σχολική χρονιά. Ανυπομονούσε να δει τους φίλους της και να μοιραστούν τις καλοκαιρινές τους ιστορίες. Καθώς μιλούσαν και γέλαγαν είδε ένα κορίτσι να στέκεται στην είσοδο. Το κορίτσι κρατούσε την τσάντα του και φαινόταν αγχωμένη.
Η Λιλή, καθώς ήταν περίεργη, πλησίασε το άγνωστο κορίτσι. Τα μάτια του κοριτσιού κοιτούσαν την, γεμάτη παιδιά, σχολική αυλή. Ήταν αγχωμένη. Η Λιλή την λυπήθηκε γιατί θυμήθηκε πόσο τρομαγμένη ήταν η ίδια την πρώτη μέρα που πήγε στο σχολείο. Πόσο μόνη της αισθανόταν, περιτριγυρισμένη από αγνώστους. Η Λιλή σταμάτησε, δεν ήξερε ούτε τι να κάνει ούτε τι να πει. Θυμήθηκε το καλωσόρισμα των συμμαθητών της την πρώτη μέρα. Στη συνέχεια, χαμογελώντας, πλησίασε το κορίτσι και της έδωσε το χέρι της.